κροσσωτῶν

κροσσωτῶν
κροσσωτός
tasselled
fem gen pl
κροσσωτός
tasselled
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λοφοφόρος — α, ο 1. αυτός που φέρει λόφο, δηλαδή λοφίο 2. το αρσ. ως ουσ. ο λοφοφόρος ζωολ. α) περιστοματικός σχηματισμός ο οποίος αποτελείται από μια στεφάνη κροσσωτών πλοκάμων η οποία είναι χαρακτηριστικό μιας ετερογενούς ομάδας ασπονδύλων που ονομάζονται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”